- γυμνό σωμάτιο
- Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που είναι συνεχώς γεμάτος από στιγμιαίες αφίξεις και αναχωρήσεις σωματίων (σύμφωνα με τη θεωρία του πεδίου το κενό διάστημα δεν είναι αληθινά κενό, γιατί στιγμιαίες παραβιάσεις της διατήρησης της ενέργειας έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία από το μηδέν σωματίων, που μετά εξαφανίζονται).
Dictionary of Greek. 2013.